φαεσίμβροτος

φαεσίμβροτος
φαεσί-μβροτος (βροτός): bringing light to mortals, shining for mortals, epith. of the sun and of Eos, Od. 10.138, Il. 24.785.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαεσίμβροτος — bringing light to mortals masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεσίμβροτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που φέρνει φως στους θνητούς («θεοῡ φαεσιμβρότου αὐγαί», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαFε (πρβλ. φάε, γ εν. πρόσ. ενός αορ., βλ. και λ. φως) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψίμβροτος. Η μορφή φαε σι τού α… …   Dictionary of Greek

  • φαεσίμβροτον — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem acc sg φαεσίμβροτος bringing light to mortals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεσιμβρότου — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεσιμβρότῳ — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεσίμβροτα — φαεσίμβροτος bringing light to mortals neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαεσίμβροτε — φαεσίμβροτος bringing light to mortals masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αννέομαι — ἀννέομαι (Α) ανατέλλω («Οὐδ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσιν ὑπὸ γῆν, οὐδ ὅπῃ ἀννεῖται» Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. του ανανέομαι «ανατέλλω»] …   Dictionary of Greek

  • βροτός — βροτός, όν (AM) ως ουσ. θνητός, άνθρωπος (σε αντίθεση με τους αθανάτους ή τον θεό) αρχ. ως επίθ. «βροτός ανήρ» άνθρωπος θνητός και όχι θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο (πρβλ. και άμβροτος). Πρόκειται για αιολικό τ. αντί του *βρατός <… …   Dictionary of Greek

  • φαυσίμβροτος — ον, Α φαεσίμβροτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φαυ σι (< θ. φαF < ΙΕ ρίζα *bhә2 w «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + μβροτος (< βροτός* «θνητός»), πρβλ. τερψι μβροτος, φαεσί μβροτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”